Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΓΩ ΕΧΩ ΛΕΓΕΙΝ και η ΣΑΛΩΜΗ ΠΑΘΟΣ (κι οι δυο μας μελίρρυτοι λοιπόν)

 Έλαχε ορισμένη στοργή / μια στοργή ακίνητη κυανή λοιπόν.

Ήρθε η Σαλώμη να με σώσει    λάγνα μήλα και ρόδα ισόρροπα

και φόντο τις μαρμαρυγές της εξαίσιες.

Εγώ έχω λέγειν εκείνη στήθη δύο ραγδαία

κι οι δυο μας μελίρρυτοι λοιπόν.

Τι θ’ απογίνω; Λάκκος ή πίδακας;

 

Ωστόσο κάποιοι το ξέρουν μες την πολιτεία το μυστικό

χθες μόλις και το ψέλλισα

την πειθήνια κεφαλή προβάλλοντας δειλά από το φινιστρίνι

με το κάγκελο το πύρινο.

Μίλησα για της αυλής μας την κανναβοφυτεία.

Πώς καμινεύουν την απάτη, με ρώτησαν.

Εγώ με ιριδισμούς δικούς μου: τ’ άνθη μ’ ανθώνες.

Τους εχθρούς μου με όρκους ψεύτικους εξαπατώ

και τα παιδιά μου με τ’ αρχαία τα κότσια.

Όμως η στοργική Σαλώμη πώς εξαγοράζεται;

Η πανούργα Ηρωδιάς μπροστά της να χορέψει για την εξιλέωση.

Μ’ αυτές τις λίγες τελετές εναποτίθεται συντελεσμένο ένα κρανίο.

 

Αλίμονο, αν κάθε εσπέρα δε βρίσκεται διαθέσιμος

ένας οδοκαθαριστής ή ένας ρακοσυλλέκτης με βαρούλκο.

Κι ακόμη: ένα κάνιστρο κενό για το αμιγές περιεχόμενο.

 

Ενώ είχα τις αφές με το μέρος μου    Βενώ το χέρι πρόβαλε όπως το πάθος

μεσ’ απ’ το μανίκι αργά να φέρει τίποτα ψιχάλες στους πόρους του βυθού

ήρθε η Σαλώμη ξάφνου έτοιμη πάλι να σωθεί.

 

Όλα τα πράγματα της κάνω έχουν ένα λαιμό γι’ αυτό το χέρι

να ’χει να πνιγεί κάτι το πρωί που γίνεται η φωνή

να ’χει να πνίγει και το βράδυ που δε γίνεται τίποτε.

Σφήνωσες ένα ντέφι στο τσιγγάνικο λαρύγγι σου να με πτοήσεις

αλλά τι να πτοήσεις από μια θήκη μέσα σε χοντρό παλτό.

Έλα καλύτερα μέσα στις τσέπες και στις φόδρες μου

όλοι θα λένε τότε:

να ένας σοφός που έκανε τόπο μες στο ρούχο του.

Έλα μαζί κι όπως-όπως βολέψου και στήσε αυτί καθώς εγώ πατώ τους δρόμους

τα βήματά μου τη φωνή τους από στήθους μάθε να τη θυμηθείς τη νύχτα

σαν θ’ αποκαλύπτεις το λαιμό σου.

 

Ενώ το χέρι θα προβάλλει όπως το πάθος

μεσ’ απ’ το μανίκι αργά να ξέρεις την κραυγή σου.

 

Εκείνο το βράδυ μου είπαν πως πέθανες.

Γύρισα σπίτι έψαξα στα συρτάρια στις τσέπες παντού.

Η αγωνία μου κορυφώθηκε λίγο μετά καθώς ένιωσα τον Ραβέλ

ν’ ανεβαίνει απ’ τη γυάλα μας κι είδα το ψαράκι μάλλον

ψόφιο στο πάτωμα του χολ.

Κινδύνευα. Αλλάζω γρήγορα το νερό ρίχνω μέσα το ψάρι

μπας και προλάβω· του κάκου. Ο Ραβέλ δυνάμωνε

θα σπάσουν τα μάτια μου λέω τώρα πληρώνω για όλα

κι ως να το πω ξεφυτρώνεις κι ακούγεται:

κλικ να με φωτογραφίζουν τα δικά σου  τα ωραιότερα μάτια.

 [Η ΣΑΛΩΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ, Ο ΛΑΙΜΟΣ ΤΗΣ ΣΑΛΩΜΗΣ και ΣΑΛΩΜΗ που με ΣΩΖΕΙ και Μ’ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ, τρία ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978  - πρώτη ενότητα Η ΣΑΛΩΜΗ - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα 1975-1996 –μαζί μ΄ άλλα ποιήματα από την πρώτη ενότητα της συλλογής: ΕΝ ΘΑΛΑΜΩ, ΤΙ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ, ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ ΥΠΗΡΞΕ, ΒΑΚΧΙΚΟ, ΟΣΤΙΑ, ΣΥΝΑΞΗ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ, ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ και Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ ] 

 


ΕΝ ΘΑΛΑΜΩ (απ’ τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Όπως στα όνειρα

τα υπάρχοντά μας συμποσιάζουν

έτσι και οι παλάμες:

Ροδώνες εφαπτόμενες

σπονδές βελούδινες, σώμα καλό

για την άγνοια

και για τις λάμψεις

μετά την άγνοια.

 

Δύσκολη αφύπνιση

με ασκούς χιλιάδες ανοιχτούς του Αιόλου

και τριζόνια πυρά στις κλειδώσεις

για τον Μινώταυρο.

 

Κάποιος με ταριχεύει μ’ επιμέλεια.

Μέσα μου ιδρώνω, κόβω τις κλίμακες·

διαστέλλομαι κι ανεβαίνω στα όρη.

Και τα διπλώνω ανεβαίνοντας

τα τιμαλφή μου αγγεία

τα αιμοφόρα και τα σκεύη μου.

 

Πουδραρισμένα βρέφη

λούζονται στο μοβ:

Τρανό σημάδι κύκνος

και νεκρό φυτό

θα μας συντρίψουν.

Ψάχνω να βρω αμβροσία

στο θάνατό σου να λιμνάζει.

 

Ήθελα να ’σουν φούγκα.

Αλλά είσαι ουλή.

Και χόλος.

 

Πατώ τη γη

και το άλας της.

 

Ακούω βήματα:

Πατώ σε.

 

ΤΙ ΔΙΑΙΩΝΙΖΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ένας μοχλός είναι ο έρωτας και κόβεις το νήμα·

ηρεμείς,

πυκνώνεις δύναμη κι αντίσταση

σε πήξη νηφάλια.

Σε κατέχει μια βουλιμία. Τα δόντια, τα μάτια

σε σπέρνουν σε θερίζουν πάλι και πάλι

ώσπου ν’ ακούσεις τον κρότο·

πηγαίνεις ν’ ανοίξεις

καθώς προχωρείς κι άλλοι κρότοι

ανοίγεις: μια έγκυος·

λες: κλοτσάει τ’ άτιμο, καλός οιωνός

θα την ξεγεννήσω να πάρω το κλοπιμαίο.

Το έργο μου ήταν των νεκρών.

Φλόγισα στην κοιλιά της το αμφιρρέπον σώμα

το ’θρεψα με το χρόνο τους.

 

Ας δει τώρα το φως

ένα ψόφιο παιδία

ή ένα τέρας.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ ΥΠΗΡΞΕ (απ’ τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Τρόπαιο είναι σφίγγει λαιμούς

και καθεύδειν ουκ εά με

ίσκιους φοράει βαρείς

βαρύ το παιδί μου ασήκωτο

 

Άλλη διαρρύθμιση ήταν πριν

η νέα συνθλίβει το μυαλό μέσα στα μέλη

τι μόχθος να δαμάζω αυτό το βρέφος των εμπρησμών

σε λίγο όλο σε λίγο του λέω

με μάτια πράσινα και πράσινη καρδούλα

μαγεύει τους αθώους κι αγνούς

Αμνό το βάπτισμα και πιστούς σφάζει

κάθε Λαμπρή για την αγάπη.

 

Τι σάρκα η σάρκα του

-Σώστε την αλκή της

κρώζει το παιδάκι μου

 

-Επινοήστε με, δολοφόνοι.

 

ΒΑΚΧΙΚΟ

Οι αγαθοί καρποί

της κατάνυξης

περιμένουν καιρό.

 

Αργή πλεύση

και για συντρόφους

τα πικρά και τα μονά –

άγαλμά μου χλιδής/

 

Ταξίδι περασμένο

και σε κάθε μώλο

συστρέφονταν

η έπαρση νέα.

 

Να δέσω εδώ δίπλα το Χρόνο

προτού ιαθώ και νυστάξω.

 

Τώρα τους πόθους της ψυχής γλεντοκόπους

να φέρουν μπροστά μου –

προτού τους βάλει ο νους μου…

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

 

ΟΣΤΙΑ (απ’ τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Ι

Είναι το σπίτι.

Γύρω ποτιστικά της μαμάς

μυρωδικά του κόρφου.

Στην κατάψυξη κάτι καλά φιδάκια

να ’χω ν’ αλλάξω γλώσσα

κάθε που νικώ σάρκες

ΙΙ

Δυο χέρια

είμαστε.

Μια σταγόνα

αίμα μου

πέρασε

μεσ’ απ’ το αιωρούμενο

δαχτυλίδι σου.

ΙΙΙ

Στον άνεμο το σώμα της

καμπύλα παραλλάσσει

η κουρτίνα μου.

Με το στιλέτο

τη βρίσκω στην κοιλιά –

αλλά δεν είσαι συ

που σωριάζεσαι

IV

Στο δωμάτιο έστρωσα

το χαλί με τις χλόες

να κυλιστούμε,

Εγώ δεν φύομαι πουθενά.

V

Στην  Ερέτρια αράζουν

μετά τον έρωτα

γκρίζα και κουρασμένα

τα φέρι

 

ΣΥΝΑΞΗ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ

Άφηνα πάντα το καλό στο τέλος

ένα ζελέ όλο παλμούς

δαγκώνοντας το μπράτσο της

μα του Θεού το δεκανίκι σύριγγα για μαλακά μυαλά

δίπλα τσίγκοι μουντοί συρτάρια που ανοιγόκλειναν του ηλεκτρικού

ναός του Ηφαίστου δηλαδή Θησείο

κουτσή ηδονή

εσάπισε τα δόντια μου.

 

Σύναξη στο ναό για το λευκό

ποιητές γυαλίζουν στη λιακάδα

οι χωρίστρες τους.

Είπεν ο κούτσαυλος Σαλώμη

ω παρανυχίδα ω νύχι βαμμένο εξαίσια

μόνο στην άκρη βρόμικο μια στάλα

τείνεις μπράτσα λευκά μέσα στο φως του τόπου

πεινάς σαν ιδρωμένος χορευτής ομοφυλόφιλος

ω ποντικού άκρα κατάπληξη!

 

Μετά  μυρίζοντας το λείψανό της

σκύβω λύνω και δένω το παπούτσι

το ίδιο κορδόνι χρόνια

λύνει και δένει

καλώς το το αίμα στο κεφάλι μου.

Με ξύλινα εικονάκια και μοσχοθυμίαμα

με λιβανάκι της Βηθλεέμ  κι αυτή της βασκανίας

χτυπιέται ο Σατανάς κι η βρόμα από το λείψανο.

 

Αλλά τι με κοιτάζουν

κομμένα στο πιατάκι ανάποδα

δυο κίτρινα μισά λεμόνια;

 

Αφού δεν είναι δυνατό να τα συντρίψω

τα στήθη της ωραίας.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ

Πριν βρέξει οι γάτες απορούν ως μιαν ανάσα

τα υπόστεγα μιλούν για τη βροχή

πήδος στον τσίγκο πήδος στην ταράτσα

λουφάζει η γάτα πριν σαλτάρει

σ’ άλλα παλιοσίδερα.

 

Αγκάλιασε τον κούκλο της η Ελβίρα

πάνω απ’ το τούλι απλώνεται λουλάκι ως πέρα

στο δώμα ξέμεινε μικρό κουνούπι λίγο να τρομάζει

σαλεύει το χεράκι και ραγίζει ένα άρωμα.

 

Με το βροχή με το νερό

οι φτωχοί κούμπωσαν την προσευχή στον κόρφο

και σβήσανε σαν τα χαμόγελα.

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ

Γύρω η γη και το φως χωρίς το θόλο τους.

Εγώ βέβαια υπάρχω με μια φουρκέτα στα μαλλιά

δανεική του Βιβάλντι.

Όμως ανάμεσα γης και φως κάποιος πάνω σε γόνδολα

λικνίζει τα σκοτάδια.

Έτσι μπράβο λέω

να παίξουμε επιτέλους μ’ ανοιχτά χαρτιά

κι όχι μ’ εσένα να μπλοφάρεις με σημαδεμένες

τράπουλες και με διακόπτες

κι όχι μ’ εσένα να ξεθάβεις θαλασσί eye-liner

κάθε 25η κι 28η απ’ το βαρύ σεντούκι σου.

 

Αλλά κείνος πάνω στη γόνδολα;

Αμίλητος ορθώνεται απ’ το βάθος –

θα ’ναι λέω ο 898

μα ξάφνου κλείνουνε τα βλέφαρα του κόσμου οριστικά

για να μη δείτε μοναχά ν’ ακούσετε

τρομερός να χύνεται σιδηρόδρομος οδοντωτός

ο 444.

 

Έκτοτε βέβαια εγώ υπάρχω με τον Βιβάλντι πάντα στη θέση του

έτσι για να εξηγώ

πώς και γιατί ο Αι-Γιώργης κάρφωσε το φίδι·

για να εξηγώ πώς κάρφωσε το φίδι

και πώς εκείνο τότε ξέρασε το φως

από το στόμα του.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη, όπου το χέρι γράφει ένα ποίημα με τίτλο ΤΟ ΧΕΡΙ. Το ποίημα είναι εικόνα χεριού με μολύβι κι από τη σελίδα ψηλά στον αέρα σκιτσάρει ένα χέρι κι εκείνο γραμμή τη γραμμή με σκιτσάρει, σκιά τη σκιά με τελειώνει να γράφω ένα ποίημα με τίτλο ΤΟ ΧΕΡΙ. Και πώς κι από πού να ξεφύγω; Ω φριχτό μαρτύριο του άλλου σώματος  παρείσακτου μες στο σκοτάδι ανάμεσά μας και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής που δραπετεύουν ψάχνοντας το και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται σώματα ρυμουλκά που θέλησα στους δρόμους· τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας  οι ξένοι που ποθήσαμε  δε σου μιλάω λοιπόν πέτα μαζί του μη μου μιλάς θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου· μέχρι ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο τώρα που σωριαστήκαμε και φύγαν  κι εσύ αγαπάς αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι όπως το χέρι μου τα ποιήματά μου τα γυαλιά μου…

με εικόνα του Ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ